- πετσετάκι
- napkin
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πετσετάκι — το, Ν 1. μικρό προσόψιο 2. μικρό τετραγωνικό τεμάχιο από λεπτό και απαλό χαρτί για το σκούπισμα τών χεριών και τών χειλιών μετά από το φαγητό … Dictionary of Greek